Ταξίδι στο χρόνο

Είμαι ο Στάθης Ευσταθιάδης και είμαι Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας του ΑΠΘ. Το 1951 αποφοίτησα από το 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης όπου είχα την τύχη να μαθητεύσω σε τρεις Δασκάλους (με το «δ» κεφαλαίο): τον Γυμνασιάρχη Πέτρο Σπανδωνίδη, το φιλόλογο Μιχάλη Καλινδέρη, και τον μαθηματικό Δημήτριο Κατσά. Την ίδια χρονιά, ύστερα από επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις, γράφτηκα στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Φοίτησα εκεί έναν χρόνο, αλλά για λόγους οικονομικούς αναγκάστηκα να διακόψω τις σπουδές μου, παρά το γεγονός ότι είχα περάσει τις εξετάσεις Ανατομικής με τον καθηγητή Αλέξανδρο Σάββα – για τον οποίο λεγόταν ότι «έτσι και περάσεις Σάββα, είσαι γιατρός». Γιατρός βέβαια δεν έγινα, πήρα όμως μιαν υποτροφία για μεταγυμνασιακές σπουδές στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών. Με την αποφοίτησή μου το 1953 επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στην «Αγγλική Φιλολογία» και πέρασα πρώτος με υποτροφία την οποία διατήρησα στα τέσσερα χρόνια των σπουδών μου. Έκτοτε έμεινα άρρηκτα ‘δεμένος’ με το Τμήμα.

Είμασταν τότε είκοσι δύο φοιτητές, είκοσι κοπέλες και δύο αγόρια. Δεν ήταν εύκολοι εκείνοι οι καιροί. Δεν είχαμε βιβλία (κάποια στοιχειώδη μας τα προμήθευαν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί καθηγητές μας). Δεν είχαμε, κυρίως, μια στέγη. Τα αγγλικά μαθήματα γίνονταν σ’ ένα δωμάτιο της τότε Φοιτητικής Εστίας, στην Εθνικής Αμύνης. Αργότερα νοικιάστηκε ένας μικρός χώρος στην περιοχή Ναυαρίνου, κι ακόμη αργότερα μας παραχωρήθηκε ένα ‘γραφείο’ (χωρίς βέβαια εξοπλισμό) στη Φυσικομαθηματική Σχολή, καθώς και η (περιορισμένη) χρήση μιας αίθουσας. Θρίαμβος!

Ως ‘μέρος’ της Φιλοσοφικής Σχολής, στο Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών (Ι.Ξ.Γ.Φ. έτσι μας έλεγαν τότε) είμασταν απόλυτα εξαρτημένοι από τη Σχολή και πλήρως υποβαθμισμένοι. Όλα τα αγγλικά διδασκόμενα μαθήματα έδιναν έναν συνολικά βαθμό, τα ελληνικά μαθήματα βαθμολογούνταν με έναν βαθμό το καθένα – έτσι έβγαινε ο τελικός, ‘αντιπροσωπευτικός’ βαθμός του πτυχίου! Αυτά άλλαξαν – πολύ αργότερα. Χρειάστηκαν βέβαια πολύχρονοι, χρονοβόροι και ψυχοφθόροι αγώνες για να φτάσουμε στη σημερινή ονομασία του Τμήματος με τη σημερινή αξιοπρεπή δομή του και τον σημερινό τρόπο αξιολόγησης της επίδοσης των φοιτητριών και φοιτητών. Υπάρχουν σήμερα μια πλούσια βιβλιοθήκη, αίθουσες διδασκαλίας, ευκολίες για έρευνα, και υπάρχει ένα αξιολογότατο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό με ειδικεύσεις και διεθνή παρουσία και καταξίωση. Τότε όμως δεν ήταν ειδυλλιακές οι συνθήκες σπουδών μας, κάθε άλλο. Καμία σύγκριση με το τώρα. Όχι πως δεν υπάρχουν ποικίλες δυσκολίες και σήμερα, σίγουρα υπάρχουν, είναι όμως ασφαλώς διαφορετικής φύσης, δεν είναι καταλυτικές.

Ωστόσο, παρά τις πολύ δύσκολες καταστάσεις, πολλά από τα άτομα που αποφοιτήσαμε εκείνη την περίοδο αντιμετωπίσαμε τις προαναφερθείσες δυσχέρειες, και με απεριόριστη υπομονή και θέληση καταφέραμε όχι απλά να επιβιώσουμε (σαν άτομα και σαν Τμήμα) αλλά εξανθρωπίσαμε-βελτιώσαμε τις συνθήκες σπουδών και στρώσαμε το δρόμο στις επερχόμενες γενιές για ποιοτικές, σύγχρονες, πρωτοποριακές εν πολλοίς σπουδές στο γνωστικό χώρο μας, και όχι μόνο στην Ελλάδα.

Μετά την αποφοίτησή μου και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας διορίστηκα στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης ως καθηγητής Αγγλικής. Η ιδέα να μείνω σ’ αυτή τη θέση δεν ήταν συμβατή με τα ενδιαφέροντα και τις φιλοδοξίες μου. Έτσι, όταν το 1965 ο Διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου μου πρότεινε να πάω για δύο χρόνια με υποτροφία στο Εδιμβούργο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία, δέχτηκα αμέσως. Εκείνη την εποχή σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ήταν, μετά το Μ.Ι.Τ., οι δυσκολότερες στον κόσμο – γι’ αυτό τις προτίμησα. Ύστερα από 24 μήνες εξαντλητικής ερευνητικής δουλειάς πήρα με ΕΠΑΙΝΟ τον πρώτο μου τίτλο, το MLitt, και μου προτάθηκε από το πανεπιστήμιο να μείνω στη σχολή ως lecturer. Συγχρόνως, το Βρετανικό Συμβούλιο μου πρόσφερε τριετή υποτροφία για την εκπόνηση και Διδακτορικού. Δε δέχτηκα γιατί είχα υποσχεθεί στους καθηγητές μου στην Ελλάδα ότι μετά το πέρας των σπουδών μου θα επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη! Υπήρχε κι άλλος λόγος. H οικογένειά μου: αν μέναμε στη Σκωτία και ξεκινούσαν οι κόρες μου το σχολείο εκεί, φοβόμασταν η γυναίκα μου κι εγώ πως ίσως να μη γυρνούσαμε ποτέ στην Ελλάδα. Να τονίσω εδώ ότι η κατανόηση και η στήριξη από τη γυναίκα μου καθόλη τη διάρκεια των σπουδών μου στο Εδιμβούργο υπήρξε καθοριστική. Τρία χρόνια αργότερα, το 1970, πάλι το Βρετανικό Συμβούλιο μου χορήγησε υποτροφία για την εκπόνηση Διδακτορικού Διπλώματος. Πάλι επέλεξα το Εδιμβούργο και πάλι τη (Θεωρητική) Γλωσσολογία. Αυτόν τον κύκλο σπουδών, του PhD, τον ολοκλήρωσα με ΔΙΑΚΡΙΣΗ το 1973.

Με την επιστροφή μου στο Α.Π.Θ. μου ανατέθηκε η εκπροσώπηση του Τμήματος στις γενικές συνελεύσεις της Σχολής, καθόλου εύκολη υπόθεση εξαιτίας της νοοτροπίας και της στάσης των καθηγητών – όχι ευτυχώς όλων: υπήρχαν οι αδιάφοροι, υπήρχαν τα φωτεινά μυαλά, υπήρχαν όμως και οι έντονα συντηρητικοί και πολέμιοι που αντιδρούσαν σε κάθε τεκμηριωμένη πρόταση που προερχόταν από το Τμήμα μας. Στις συνελεύσεις αυτές δόθηκαν μεγάλες μάχες. Τελικά δικαιωθήκαμε: μετά την ολοκλήρωση του Νέου κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής μας παραχωρήθηκε το μισό του 3ου ορόφου και ικανό τμήμα του 4ου για αποκλειστική χρήση μας. Αναπνεύσαμε! Είναι ευτύχημα ότι σ’ αυτή μου την προσπάθεια είχα την πολύ ενεργή συμπαράσταση του Κλέαρχου Τσαουσίδη, εκπροσώπου τότε των φοιτητών.

Εκτός από το φθοροποιό διοικητικό έργο, είχα βέβαια και την προετοιμασία για τη διδασκαλία. Βιβλία εξακολουθούσαν να μην υπάρχουν, οπότε μετά την επιστροφή από το γραφείο, καθόμουν μέχρι τις 04.00–05.00 και δακτυλογραφούσα σημειώσεις και ασκήσεις για να είναι έτοιμες για πολυγράφηση και διανομή στις φοιτήτριες και στους φοιτητές στις 8.15 την επομένη, πριν το μάθημα. Το ρεκόρ μου ήταν, θυμάμαι, 2 ώρες ύπνου το 24ωρο. Εφιαλτικές καταστάσεις! Αισθανόμουν όμως ότι έπρεπε να μεταδώσω τις γνώσεις που είχα αποκτήσει κατά τις σπουδές μου στο εξωτερικό.

Αργότερα, το 1977, μετά την ομόφωνη εκλογή μου στη θέση καθηγητή στο Τμήμα, συνέχισα την ακαδημαϊκή μου παρουσία με πλούσιο συγγραφικό έργο, με διαλέξεις σε συνέδρια, με την επίβλεψη μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών από (εν δυνάμει) συναδέλφους μου στο Τμήμα.

Ως Πρόεδρος της Ελληνικής και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας και ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 εξασφάλισα για (μετέπειτα) συναδέλφους στο Τμήμα υποτροφίες σε ξένα πανεπιστήμια για γλωσσολογικές σπουδές και εκπόνηση μεταπτυχιακών ή/και διδακτορικών διατριβών. Πολλές/οί απ’ αυτές/ούς εκλέχτηκαν στη συνέχεια και διέπρεψαν, κι ακόμη διαπρέπουν, σε θέσεις ΔΕΠ στο Τμήμα μας – καθώς και σε άλλα ξενόγλωσσα τμήματα του ΑΠΘ.

Με την ιδιότητά μου ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο πρόγραμμα ERASMUS έστειλα σε γνωστά πανεπιστήμια, κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου, δεκάδες φοιτήτριες/ές για εξαμηνιαίες ή ετήσιες σπουδές. Με τις παραπάνω ιδιότητες οργάνωσα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είκοσι διεθνή συνέδρια και ένα Παγκόσμιο Συνέδριο (Χαλκιδική, 1990) σε θέματα γλωσσολογίας, με ειδική έμφαση στη Language Learning, Teaching and Testing Methodology. Μετά από σχετικές προσκλήσεις, δίδαξα σε προ-και μετα-πτυχιακούς φοιτητές ως επισκέπτης καθηγητής, σε πολύ αξιόλογα πανεπιστήμια σε Ευρώπη, Η.Π.Α., Αφρική, και Ιαπωνία. Σε μερικά οι συνθήκες ήταν σχεδόν ιδανικές, σε άλλα ανεκτές. Πουθενά δεν είχαν όμως ‘Ελλάδα’ μέσα τους. Κι ήταν αυτό που τους έλειπε και που μου έλειπε.

Από την αφυπηρέτησή μου τον Αύγουστο του 2000 μέχρι σήμερα καθόλου δε μου έλειψε η ενασχόληση με τα διοικητικά του Τμήματος και του Α.Π.Θ. γενικά. Μου έλειψαν όμως έντονα οι τάξεις μου, οι φοιτήτριες και οι φοιτητές μου, εσείς, το νεανικό σφρίγος και ο ενθουσιασμός σας, η λάμψη της νιότης στο βλέμμα σας.

Να είστε όλες και όλοι πάντα καλά.

Γεια σας και ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.