The Mirror in Which Two Are Seen as One/Ο Καθρέφτης στον Οποίο οι Δύο Φαίνονται σαν Ένα

Adrienne Rich (1973)

1.

She is the one you call sister.
Her simplest act has glamor,
as when she scales a fish the knife
flashes in her long fingers
no motion wasted or when
rapidly talking of love
she steel-wool-burnishes
the battered kettle

Love-apples cramp you sideways
with sudden emptiness
the cereals glutting you, the grains
ripe clusters picked by hand
Love: the refrigerator
with open door
the ripe steaks bleeding
their hearts out in plastic film
the whipped butter, the apricots
the sour leftovers

A crate is waiting in the orchard
for you to fill it
your hands are raw with scraping
the sharp bark, the thorns
of this succulent tree
Pick, pick, pick
this harvest is a failure
the juice runs down your cheekbones
like sweat or tears

2.

She is the one you call sister
you blaze like lightning about the room
flicker around her like fire
dazzle yourself in her wide eyes
listing her unfelt needs
thrusting the tenets of your life
into her hands

She moves through a world of India print
her body dappled
with softness, the paisley swells at her hip
walking the street in her cotton shift
buying fresh figs because you love them
photographing the ghetto because you took her there

Why are you crying dry up your tears
we are sisters
words fail you in the stare of her hunger
you hand her another book
scored by your pencil
you hand her a record
of two flutes in India reciting

3.

Late summer night the insects
fry in the yellowed lightglobe
your skin burns gold in its light
In this mirror, who are you? Dreams of the nunnery
with its discipline, the nursery
with its nurse, the hospital
where all the powerful ones are masked
the graveyard where you sit on the graves
of women who died in childbirth
and women who died at birth

Dreams of your sister’s birth
your mother dying in childbirth over and over
not knowing how to stop
bearing you over and over

your mother dead and you unborn
your two hands grasping your head
drawing it down against the blade of life
your nerves the nerves of a midwife
learning her trade

Μετάφραση: Νατάσα Σαλματζίδου

1.

Εκείνη είναι αυτή που αποκαλείς αδελφή.
Ακόμα και η πιο απλή της κίνηση αποπνέει γοητεία,
όπως όταν καθαρίζει ένα ψάρι· το μαχαίρι
αστράφτει στα μακριά της δάχτυλα
καμία κίνηση δεν περνάει απαρατήρητη ή όταν
για τον έρωτα μιλάει στα γρήγορα
με το σύρμα τρίβει
τη σκουριασμένη κατσαρόλα

Μήλα ποτισμένα με αγάπη σε πιέζουν απ’ τα πλάγια
με μια ξαφνική κενότητα
τα δημητριακά σε χορταίνουν, οι σπόροι
ώριμες συστάδες μαζεμένες με το χέρι
Αγάπη: ο καταψύκτης
με την πόρτα ανοιχτή
τα ώριμα φιλέτα με το αίμα
να ποτίζει την πλαστική μεμβράνη
το χτυπημένο βούτυρο, τα βερίκοκα
τα υπολείμματα που έχουν ξινίσει

Ένα κιβώτιο περιμένει στο περιβόλι
εσένα για να το γεμίσεις
τα χέρια σου είναι τραχιά απ’ το τσάπισμα
του σκληρού φλοιού, των αγκαθιών
αυτού εδώ του κάκτου
Μάζεψε, μάζεψε, μάζεψε
αυτή η σοδειά είναι σκέτη αποτυχία
οι χυμοί κυλούν στα ζυγωματικά σου
σαν δάκρυα ή σαν ιδρώτας

2.

Εκείνη είναι αυτή που αποκαλείς αδελφή
ορμάς σαν αστραπή μες στο δωμάτιο
τρεμοπαίζεις ολόγυρά της σαν τη φλόγα
καθρεφτίζεσαι στα πλατιά της μάτια
απαριθμώντας τους μύχιους πόθους της
σπρώχνοντας τις βασικές αρχές της ύπαρξής σου
μες στα χέρια της

Κινείται σε έναν κόσμο από ύφασμα ινδικό
το σώμα της γεμάτο χρωματιστά σημάδια
απαλά, το λαχούρι αγκαλιάζει τους γοφούς της
καθώς περπατάει στον δρόμο με το βαμβακερό της φόρεμα
αγοράζοντας σύκα επειδή σ’ αρέσουν
φωτογραφίζοντας το γκέτο επειδή εσύ την πήγες εκεί

Γιατί κλαις, σκούπισε τα δάκρυά σου
εμείς είμαστε αδελφές
στερεύουν οι λέξεις καθώς την βλέπεις να πεινάει
της δίνεις ένα ακόμα βιβλίο
σημειωμένο με το μολύβι σου
της δίνεις έναν δίσκο
με ρεσιτάλ από δύο φλάουτα στην Ινδία

3.

Αργά μια καλοκαιρινή βραδιά τα έντομα
καίγονται στην κιτρινισμένη λάμπα
το χρυσαφένιο δέρμα σου αστράφτει κάτω απ’ το φως της
Σ’ αυτόν τον καθρέφτη, ποια είσαι; Ονειρεύεσαι το μοναστήρι
με την πειθαρχία του, το μαιευτήριο
με τη νοσοκόμα, το νοσοκομείο
όπου όλοι οι ισχυροί φοράνε μάσκες
το νεκροταφείο όπου κάθεσαι πάνω στους τάφους
των γυναικών που πέθαναν καθώς γεννούσαν
και των γυναικών που πέθαναν καθώς γεννιόντουσαν

Ονειρεύεσαι τη γέννα της αδερφής σου
με τη μητέρα σου να πεθαίνει στη γέννα ξανά και ξανά
χωρίς να ξέρει πώς να σταματήσει
να σε γεννά ξανά και ξανά

η μητέρα σου νεκρή και εσύ αγέννητη
τα δυο σου χέρια σφίγγουν το κεφάλι σου
τραβώντας το στην κόψη της ύπαρξης
το θάρρος σου ίδιο με το θάρρος της μαίας
που μαθαίνει τη δουλειά της