The Other Side of a Mirror/Η Άλλη Πλευρά ενός Καθρέπτη

Mary Elizabeth Coleridge

I sat before my glass one day,
And conjured up a vision bare,
Unlike the aspects glad and gay,
That erst were found reflected there –
The vision of a woman, wild
With more than womanly despair.
Her hair stood back on either side
A face bereft of loveliness.
It had no envy now to hide
What once no man on earth could guess.
It formed the thorny aureole
Of hard, unsanctified distress.

Her lips were open – not a sound
Came though the parted lines of red,
Whate’er it was, the hideous wound
In silence and secret bled.
No sigh relieved her speechless woe,
She had no voice to speak her dread.

And in her lurid eyes there shone
The dying flame of life’s desire,
Made mad because its hope was gone,
And kindled at the leaping fire
Of jealousy and fierce revenge,
And strength that could not change nor tire.

Shade of a shadow in the glass,
O set the crystal surface free!
Pass – as the fairer visions pass –
Nor ever more return, to be
The ghost of a distracted hour,
That heard me whisper: – ‘I am she!’

Μετάφραση: Έλλη Σερταρίδου

Στάθηκα μια μέρα μπροστά απ’ τον καθρέπτη μου,
Και μου παρουσιάστηκε μια εικόνα γυμνή,
Αντί για χαρωπές και ζωηρές μορφές,
Που άλλοτε ανακάλυπτα εκεί να καθρεφτίζονται—
H όψη μιας γυναίκας, ανεξέλεγκτης
Κάτι παραπάνω από γυναικεία απελπισία.
Τα μαλλιά της πέφτουν πίσω στους ώμους
Ένα πρόσωπο στερημένο από τη μοναξιά.
Τώρα πια δεν είχε φθόνο για να κρύψει
Αυτό που κάποτε κανείς στη γη δεν μπόρεσε να κατανοήσει.
Αυτό σχημάτισε το ακανθώδες φωτοστέφανο
Από τη σκληρή, ακόλαστη της θλίψη.

Τα χείλη της ήταν ανοιχτά—κανένας ήχος
Ήταν εμφανείς οι κόκκινες μισάνοιχτες γραμμές,
Ό,τι κι αν ήταν, η αποκρουστική πληγή
Στη σιωπή και μυστικά αιμορραγούσε.
Δεν ανακούφιζε κανένας αναστεναγμός την ανείπωτη οδύνη,
Ο τρόμος δεν γίνονταν αντιληπτός δίχως τη φωνή της.

Και στα λαμπερά της μάτια μέσα έλαμψε,
Η φλόγα της επιθυμίας μιας ζωής που έσβηνε,
Τρεμόπαιζε σαν τρελή γιατί η ελπίδα της είχε χαθεί,
Και άναψε στην ξέφρενη φωτιά
Της ζήλειας και της άγριας εκδίκησης,
Και μιας δύναμης που δεν θα μπορούσε να αλλάξει ή να εξασθενήσει.

Σκιά που σκιάζεις στον καθρέπτη,
Ω τη κρυστάλλινη επιφάνεια ελευθέρωσε!
Πέρασε—όπως περνούν τα ωραιότερα οράματα—
Ποτέ ξανά μην επιστρέψεις, να γίνεις
Το φάντασμα μιας αφηρημένης ώρας,
Που με άκουσε να σιγοψιθυρίζω: – «Εγώ είμαι αυτή!»