Chryssa Chatziandreou
 

Behind you, a byobu folding screen

on which what has been carved so far

is barely a naked Genesis.

Wait– did you do this by yourself?

Where is your Izanagi?

You cast your tacit glance at me,

your crimson lips agape,

yet no syllables escape you.

Only worker bees behind me buzz,

masticating on raw legends:

he’s gone postal on her, they say,

gossiping from lips to pinnae:

she stole his spear and used it

to mix her octopus ink

with the brine boiling in his galaxy.

That’s why he now fancies her

with tentacles, sucking his fingers

with her blue bilabial wedding rings;

that is, until he goes hungry.

Your work looks incomplete—

I’d say it’s <interrupted>—

but it’s fine; besides, they say

she’s only meant to be an okusan.

I look the term up in my dictionary.

San is an honorific, a silken blindfold

for his stained, cheap-steely eyelids.

Oku is an anchored instance of deixis,

a sharpened needle cusp, pointing inwards.

You seem to have taken your title personally;

you chose your favourite corner of the house

and made it a den of brushes and scrolls

where you cave in, when you’re alone.

I find you sitting

at a corner of your corner,

huddled up on the rushy tatami mat

which matches your pale draft

and your sandy obi. It’s as if

only your obi managed to summon

the spring this year.

You too look bleached out, as though

some tsunami deluged your shelter,

sweeping off all the colours

and leaving you only with the red

on the inside of your sleeves

and the black of your kimono.

Its tidal flow benumbed your face,

embalmed your scarlet butterfly

and planted fishbones on your hazel buds

and on your hairy rainbows. But hey,

what’s that rusty school of barnacles

around your rightward blossom, large enough

to turn a rosebush into an octopus?

Hypotheses sparking like hanabi, I ask if it’s

A smear of ink. No, you whisper, it’s just a

Nevus. But, aren’t you a bit old for that?

A birthmark of a blooming artist, you insist,

Slighted by drones naive of any taste

Except blood’s syrup, when dying for Mother Hive.

Yet, it still looks like a coral <bruise>; I reckon

Oshiroi won’t help conceal it.

You know what, don’t bother—

instead, carve it on your cheek

the same way you did with your work.

Water it on your body

as if it is a thistledown;

and I promise, I will find a way

to make it speak <for you>.

Μετάφραση: Ιωάννα Λεοντίου, Έφη Μαυρομανωλάκη, Σπύρος Ξάνθης

Πίσω σου, ένα πτυσσόμενο παραβάν, μπιόμπου,

πάνω στο οποίο έχει μέχρι στιγμής χαραχτεί

μια μετά βίας γυμνή Γένεσις.

Περίμενε– το δημιούργησες μόνη αυτό;

Πού είναι ο δικός σου Ιζανάγκι[1]?

Στρέφεις την επιφυλακτική ματιά σου προς το μέρος μου,

με ορθάνοιχτα τα πορφυρά σου χείλη,

χωρίς όμως καμία λέξη να έχει δραπετεύσει.

Μόνο οι ακούραστες μέλισσες πίσω μου βουίζουν,

τρωγαλίζοντας σε ακατέργαστους θρύλους:

「γίνεται επιθετικός απέναντί της 」, ισχυρίζονται,

φλυαρούν ασταμάτητα:

「εκείνη έκλεψε το δόρυ του και το

χρησιμοποίησε για να αναδέψει

το μελάνι του χταποδιού με την άλμη,

που σιγοβράζει στον γαλαξία του.

Γι’ αυτό τη φαντασιώνεται τώρα με πλοκάμια,

ρουφώντας τα δάχτυλά του με τα κυανά διχειλικά γαμήλια δαχτυλίδια;

μέχρι να πεινάσει 」.

Το έργο σου είναι ελλιπές –

Θα το αποκαλούσα <διακεκομμένο> –

Αλλά δεν πειράζει, εξάλλου λένε πως

「προορίζεται να είναι απλώς ένα διακοσμητικό」.

Ψάχνω τον όρο στο λεξικό μου,

-Σαν είναι τιμητικός τίτλος, ένα μεταξένιο μαντήλι

για τα κηλιδωμένα του, φθηνά-ατσάλινα βλέφαρα.

Όκου είναι ένα εδραιωμένο παράδειγμα δείξης,

η μύτη μιας μυτερής βελόνας στραμμένης προς τα μέσα.

Φαίνεσαι να έχεις ενστερνιστεί τον τίτλο σου·

επέλεξες την αγαπημένη σου γωνιά στο σπίτι

και την έκανες φωλιά για βούρτσες και πάπυρους,

όπου καταφεύγεις όταν είσαι μόνη.

Σε βρίσκω καθισμένη

σε μια γωνία της γωνιάς σου,

μαζεμένη στο γιουγκοειδές τατάμι

που ταιριάζει στo χλωμό σου προσχέδιο

και στο αμμώδες όμπι[2]. Είναι σαν

να κατάφερε μονάχα το όμπι σου να φέρει

την άνοιξη φέτος.

Φαίνεσαι ξεθωριασμένη σαν

κάποιο τσουνάμι να πλημμύρισε το καταφύγιό σου,

ξεβάφοντας όλα τα χρώματα,

αφήνοντάς σου μόνο το κόκκινο

στο εσωτερικό των μανικιών σου

και το μαύρο από το κιμονό σου.

Η παλιρροιακή του ροή μούδιασε το πρόσωπό σου,

βαλσάμωσε την άλικη πεταλούδα σου

και βλάστησε ψαροκόκαλα στα φουντουκιά μάτια σου

και στο μαλλιαρό σου ουράνιο τόξο. Όμως κοίτα,

τι’ ναι αυτό το σκουριασμένο κοπάδι από πεταλίδες

που τριγυρίζει από δεξιά του άνθους σου, μεγάλο αρκετά

ώστε να μεταμορφώσει μια τριανταφυλλιά σ’ ένα χταπόδι;

Με υποθέσεις να σπινθηρίζουν όπως τα χανάμπι,[3] αναρωτιέμαι αν είναι

 Ίσως μια κηλίδα από μελάνι. Όχι, μου ψιθυρίζεις, είναι απλώς ένας

Σπίλος. Αλλά, δεν είσαι κάπως μεγάλη γι’ αυτό;

Σημάδι ενός ανθισμένου καλλιτέχνη, επιμένεις,

που προσβλήθηκε από κηφήνες αφελείς της κάθε γεύσης

Του σιροπιού του αίματος εξαιρουμένου, καθώς ψυχορραγούν για τη μητέρα κυψέλη.

Εντούτοις, ακόμα φαίνεται σαν ένα κοράλλι <μια μελανιά>· υποθέτω

το οσιρόι δεν θα καταφέρει να το καλύψει.

Ξέρεις κάτι, όμως, μην κάνεις τον κόπο –

αντιθέτως, λάξευσέ το στο μάγουλό σου

με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκανες και τη δουλειά σου.

Πότισέ το στο κορμί σου,

σαν να’ ναι χνούδι γαϊδουράγκαθου·

και υπόσχομαι, τον τρόπο θα το βρω

να το κάνω να μιλήσει <για σένα> .


[1] Ιζανάγκι είναι το πρωταρχικό θεϊκό ζεύγος του Συντονισμού, νοητό ως ενσάρκωση του ουρανού και της γης.

[2] Ο όρος όμπι αναφέρεται στη μακριά ζώνη που δένεται στη μέση της γκέισας πίσω από το κιμονό.

[3] Χανάμπι είναι η γιαπωνέζικη λέξη για τα πυροτεχνήματα.