Η Πυγολαμπίδα/The Firefly

Εύα Κακούρη

Θα στείλω τη λάμψη μιας πυγολαμπίδας στο παράθυρο σου απόψε.

Κάτω από το αχνό της φως γράφω τώρα αυτό εδώ το γράμμα·
ένα γράμμα που εύχομαι να πετάξει,
και να φτάσει γρήγορα σε σένα.

Ακούω την ανάσα σου, βαριά και ασθματική, 
λες και έχεις ξεχάσει πώς ν’ αναπνέεις.
Δύο μεγάλα βαρίδια, η ματαιότητα και η ζοφερότητα,
πιέζουν το στήθος σου προς τα κάτω κι εσύ βουλιάζεις,
βουλιάζεις, βουλιάζεις.

Πάρε μία βαθιά ανάσα, 
μέχρι να νιώσεις και τις δύο πλευρές της καρδιάς σου να μουδιάζουν,
και κράτησε την εκεί· 
κράτησε την σαν να είναι το τελευταίο νήμα της κλωστής
που έχει απομείνει να σε κρατά στη ζωή. 
Τώρα άφησε την αργά, 
μέχρι η καρδιά σου να αρχίσει να πονάει λίγο, 
μέχρι να μην μείνει τίποτα μέσα σου,
μέχρι να αδειάσεις ολοκληρωτικά.

Κάτω από το αχνό φως της πυγολαμπίδας συνεχίζω να γράφω αυτό το
γράμμα· 
ένα γράμμα που εύχομαι να πετάξει,
και να φτάσει γρήγορα σε σένα.

Σ’ ακούω να παλεύεις στον ύπνο σου και να ξυπνάς.
Μα τα δάκρυα δεν κυλούν· 
έχεις ξεχάσει πια πώς να κλαις. 
Η ψυχή σου μοιάζει να φωλιάζει μέσα σε σώμα άγνωστο, ξένο. 
Σε σώμα που δεν γνωρίζεις πια πώς να ελέγξεις.

Όμως εγώ θα τραγουδήσω για σένα. 
Θα τραγουδήσω μέχρι το χρυσό άρμα του Ήλιου 
να διασχίσει τον Ουρανό και να χαράξει την Αυγή. 
Δεν θα σταματήσω στιγμή να σου τραγουδώ.
Η φωνή μου θα ταξιδέψει με το νυχτερινό αγέρι
και θα φτάσει σε σένα. 
Σε σένα που περπατάς δίχως συντροφιά αυτή τη δύσκολη νύχτα. 
Σε σένα που έχεις ξεχάσει πώς να κλαις δυνατά.
Σε σένα που όλα μοιάζουν μάταια, ανέλπιστα και ζοφερά.

Κάτω από το αχνό φως της πυγολαμπίδας γράφω ακόμη αυτό το γράμμα· 
ένα γράμμα που σχεδόν, όμως, τελείωσα
και θα στείλω γρήγορα σε σένα.

Άγνωστος μου είναι ο λόγος που η ανάσα σου είναι τόσο βαριά, 
που τα βλέφαρα σου δεν κλείνουν τη νύχτα
και που δάκρυα δεν κυλούν πια στα μάγουλά σου.
Όμως θέλω να ξέρεις ότι βρίσκομαι αυτή τη στιγμή ακριβώς δίπλα σου.
Σού τραγουδώ. Μ’ ακούς;
Ακόμη κι όταν η ατέρμονη αυτή νύχτα φτάσει επιτέλους στο τέλος της, 
και θα μπορέσεις να υψώσεις το κεφάλι σου ξανά,
εγώ θα εξακολουθώ να είμαι εδώ, 
για σένα παντοτινά να τραγουδώ.

Έστειλα τη λάμψη μιας πυγολαμπίδας στο παράθυρο σου εκείνη τη νύχτα.

Κάτω από το αχνό φως της είχα γράψει νωρίτερα ένα γράμμα· 
ένα γράμμα που τελικά πέταξε,
και έφτασε γρήγορα σε σένα.

Translation: Stella Kosmidou

I’m sending off the glow of a firefly to your window tonight.

Under its dim light, I’m now writing this letter;
in hopes that it will fly,
and reach you soon.

I can hear your breath; short and heavy,
like you forgot how to breathe.
Two heavy rocks; vanity and despair,
pressing down on your chest, and you’re sinking,
getting closer to the deep end.

Take a deep breath,
until both sides of your heart start feeling numb
and hold it there;
hang on to it as if it’s the last thread of the string
that is keeping you alive.
Now let that breath out slowly,
until your heart starts aching – just a little,
until there’s nothing left inside of you,
and you’re entirely empty inside.

Under the dim light of the firefly, I’m still writing this letter;
in hopes that it will fly,
and reach you soon.

I can hear you fight in your sleep and wake up.
But no tears come out,
like you forgot how to cry.
Your soul seems to nest inside a foreign, unknown body.
A body you no longer know how to control.

But I will sing for you.
I will sing until the golden chariot of the Sun
traverses the sky and reaches the break of dawn.
My singing will not cease,
my voice will fly along with the night breeze
— and reach you.
You, who walks alone this dreary night.
You, who forgot how to cry.
You, who only sees vanity, desperation and gloom.

Under the dim light of the firefly, I’m still writing this letter;
a letter that I have almost completed
and will send to you soon.

I may not know the reason why your breath is so heavy,
why you cannot sleep at night,
or why there are no tears left to cry.
But I want you to know that I’m standing right next to you.
I’m singing to you. Can you hear me?
Even when this seemingly unending night, finally comes to an end,
and you will be on your feet again,
you will never walk alone,
my voice and I will tag along.

I sent off the glow of a firefly to your window that night.

Under its dim light, I had written a letter;
a letter that got to fly,
and reach you in time.