Θεματική Συνεδρία

Συντονισμός

Ελένη Καραντζόλα, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ekarantzola@gmail.com &
Σπύρος A. Μοσχονάς, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, smoschon@media.uoa.gr

Συμπληρώνεται σύντομα μισός αιώνας από την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, μέσω της καθιέρωσης της δημοτικής ως γλώσσας της εκπαίδευσης το 1976. Η επίσημη («από τα πάνω») τυποποίησή της, με τη Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1941), μετράει πάνω από 80 χρόνια και συνιστά κομβικό σημείο για τη μετέπειτα εξέλιξη της Πρότυπης Νέας Ελληνικής. Για ποιο λόγο και σε ποια κατεύθυνση ενδιαφέρει ερευνητικά η επανεπίσκεψη της ιστορίας ενός «περατωμένου» ζητήματος, ενός μη ζητήματος;

Σύγχρονες εξελίξεις στα πεδία της γλωσσικής πολιτικής και του γλωσσικού προγραμματισμού, της ιστορίας των ιδεών και τη γλωσσικής ιδεολογίας, της ιστορικής κοινωνιογλωσσολογίας και της «συγκριτικής μελέτης των τυποποιήσεων» (comparative standardology) μας επιτρέπουν να εξετάσουμε με νέα ματιά και να επανεκτιμήσουμε ποικίλες προσπάθειες τυποποίησης της δημώδους πριν το 1941, αλλά και ποικίλες παραλλαγές της καθαρεύουσας, οι οποίες παραγνωρίστηκαν από τις κυρίαρχες αφηγήσεις του γλωσσικού ζητήματος. Θεωρούμε απαραίτητη την επανεξέταση αυτών των κυρίαρχων αφηγήσεων λόγω της διαδεδομένης σε αυτές σύγχυσης μεταξύ γλώσσας και προτύπου (standard), αλλά και μεταξύ προτύπου και «κοινής» γλώσσας (koine). Με την πεποίθηση ότι η διαμόρφωση μιας «πεζογραφικής κοινής» αποτελεί κρίσιμο πεδίο για οποιαδήποτε γλωσσική ποικιλία φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως επίσημη/εθνική γλώσσα, μας ενδιαφέρει η γλωσσική εξέταση πρωτογενών πηγών/αρχειακού υλικού, προκειμένου να διασαφηνιστούν οι ιδεολογικές προϋποθέσεις των επιμέρους εγχειρημάτων, οι γλωσσικές επιλογές που προκρίνονται (και τι σημαίνουν για τη γλωσσική χρήση), η εμβέλεια και ο αντίκτυπός τους στην κοινωνία.

Ειδικότερα ερευνητικά ερωτήματα που τίθενται:

  • Πριν αλλά και αμέσως μετά την ίδρυση του κράτους ποια μοντέλα τυποποίησης (models of standardization) ακολουθούνται για τη νέα ελληνική;
  • Πώς αντιμετωπίζεται η τυποποίηση σε πολυγλωσσικά περιβάλλοντα, με έντονη διατοπική ποικιλότητα;
  • Μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικά κέντρα τυποποίησης (π.χ. Ιόνια νησιά, Κων/λη, Αθήνα, παροικιακός ελληνισμός κ.λπ.)· είναι «πολυκεντρικές» ή «πολυνομικές» οι πρώιμες αυτές τυποποιήσεις της νέας ελληνικής;
  • Ποια είναι η επίδραση διαφόρων προτάσεων τυποποίησης σε συγκεκριμένους φιλολογικούς-λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και η ευρύτερη επίδρασή τους στη γλωσσική κοινότητα και πώς τεκμηριώνεται η επίδραση αυτή;
  • Ποιος ήταν ο ρόλος των θεσμών (κράτους και εκκλησίας) στη διαιώνιση του γλωσσικού ζητήματος;
  • Σε ποιο βαθμό το πρότυπο της δημοτικής και η αντίθεση δημοτικής–καθαρεύουσας ανταποκρίνεται σε πραγματικά γλωσσικά δεδομένα και σε ποιο βαθμό αποτελεί ιδεολογική κατασκευή; Είναι θεμελιωμένο σε μία υπαρκτή «κοινή» το πρότυπο της δημοτικής ή η καθιέρωση αυτού του προτύπου είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση μιας «κοινής» γλώσσας;

Πρόγραμμα εισηγήσεων

  1. Σπύρος Μοσχονάς: «Συγκριτική ιστορία των ιστοριών του γλωσσικού ζητήματος»
  2. Ελένη Καραντζόλα, Στέλιος Πατεράκης, Ντενίζ Σαρρή-Χασάν και Ασημάκης Φλιάτουρας: «Πρώιμες απόπειρες τυποποίησης της νέας ελληνικής: Από τον Καταρτζή στον Βηλαρά»
  3. Πέτρος Διατσέντος: «Τα λεξικά του 18ου αιώνα και η τυποποίηση της νεοελληνικής γλώσσας ως προϊόν θρησκευτικών στρατηγικών και πολιτικών σχεδίων στην Ανατολική Μεσόγειο»
  1. Χρήστος Καρβούνης: «Νομικά/Συνταγματικά κείμενα — Από το «Συνταγμάτιον» του Αλ. Υψηλάντη στην Αναθεώρηση του 1911: Γλωσσική διεύρυνση, τυποποίηση, ιδεολογία»»
  2. Ρέα Δελβερούδη: «Ελληνικά για ξένους στις αρχές του 19ου αιώνα: Τυποποιήσεις της νέας ελληνικής σε γραμματικές και εγχειρίδια»
  3. Βασιλική Μακρή: «Γλωσσικές επιλογέςκωδικοποίησηςτης νέας ελληνικής στο πλαίσιο της επτανησιακής παράδοσης»
  4. Κωνσταντίνος Σαμπάνης: «Χρήσεις της δημοτικής στην Κωνσταντινούπολη του 19ου-20ού αιώνα»
  1. Θανάσης Γιάνναρης και Βαγγέλης Ιντζίδης: «Αντανακλάσεις της γλωσσικής διαμάχης στις νεοελληνικές έδρες του εξωτερικού»
  2. Σοφία Βασιλάκη: «Τα μαθήματα του Ψυχάρη στην INALCO όπως διασώζονται στο Αρχείο του»
  3. Μαρία Βλασσοπούλου και Μαρία Καμηλάκη: « “…την γλώσσαν την Ελληνικήν ούτε 150 Ψυχάραι δύνανται να καταστρέψωσιν”: Αναπαραστάσεις του Γ. Ψυχάρη στον κοινοβουλευτικό και τον δημοσιογραφικό λόγο των αρχών του 20ού αιώνα»

Τελική συζήτηση

Μάρω Κακριδή: Σχολιασμός

Συζήτηση

Ayres-Bennett, W., & Bellamy, J. (επιμ.) (2021). The Cambridge handbook of language standardization. Cambridge: Cambridge University Press.

Blommaert, J. (1999). Language ideological debates. Berlin/New York: Mouton de Gruyter.

Clyne, M. G. (επιμ.) (1992). Pluricentric languages: Differing norms in different nations. Berlin/New York: Mouton de Gruyter.

Jaffe, A. (2021). Polynomic standards: The enactment of legitimate variation. Στο W. Ayres-Bennett & J. Bellamy (επιμ.), The Cambridge handbook of language standardization (pp. 442–469). Cambridge: Cambridge University Press.

Joseph, J. E. (1987). Eloquence and power: The rise of language standards and standard languages. New York: Blackwell.

Καραντζόλα, Ε., Παπαϊωάννου, Α., & Πατεράκης, Σ. (2021). Τα όρια της πολυτυπίας της πρώιμης νέας ελληνικής (16ος-17ος) στην πορεία προτυποποίησής της: Η μαρτυρία έντυπων γραμματικών και πεζών κειμένων. Γλωσσολογία / Glossologia ,29, 121–143. http://glossologia.phil.uoa.gr

Mackridge, P. (2009). Language and national identity in Greece, 17661976. Oxford: Oxford University Press.

Milroy, J., & Milroy, L. (2012) [19911]. Authority in language: Investigating Standard English. London: Routledge.

Moschonas, S. A. (2019). From language standards to a Standard Language. The case of Modern Greek. Diacronia, 10, A142.1–44.

Παρουσιάσεις

Σπύρος Α. Μοσχονάς
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
smoschon@media.uoa.gr

Το γλωσσικό ζήτημα είναι μεταγλωσσικό ζήτημα: δεν υφίσταται ανεξάρτητα από τον εξορθολογισμό του που επιχειρήθηκε σε ποικίλα κείμενα για τη γλώσσα, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχουν Ιστορίες του γλωσσικού ζητήματος όπως των Κων. Σάθα (1870), Αθ. Μπούτουρα (1919), Α. Ε. Μέγα (1925· 1927), Γ. Κορδάτου (11927· 11943), Μ. Τριανταφυλλίδη (1938· 1960) κ.ά., αλλά και σύγχρονες «αναστοχαστικές» Ιστορίες, όπως των G. Hering (1987), P. Mackridge (2009), Γ. Μπαμπινιώτη (2011) κ.ά. Οι Ιστορίες του γλωσσικού ζητήματος, ως μεταγλωσσικά κείμενα, παρέχουν ημικά, αντιληπτικά τεκμήρια για την εξέλιξη της πρότυπης γλώσσας.

Στην ανακοίνωση αυτή οι Ιστορίες του γλωσσικού ζητήματος εξετάζονται σε ιστορική προοπτική και συγκρίνονται ως προς:

α)  την περιοδολόγηση που προτείνουν, και ειδικότερα ως προς το ποια θεωρούν ότι ήταν η αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος·
β)  τις «παρατάξεις» που διακρίνουν και τους «ήρωες» που προβάλλουν σε κάθε περίοδο (τους ideology brokers, κατά τον Blommaert, 1999, σ. 9)·
γ)  τα language-ideological debates (Blommaert, 1999), τα διακυβεύματα κάθε εποχής, αλλά και τα θέματα που οι Ιστορίες αυτές αποφεύγουν ή ξεχνούν να θίξουν και τα οποία αναδεικνύονται όταν εξετάζονται σε συγκριτική προοπτική·
δ)  τα αφηγηματικά σχήματα που υιοθετούν, όπως, π.χ., το σχήμα «δημοτική-πρόοδος / καθαρεύουσα-αντίδραση» (Φραγκουδάκη, 1977, σσ. 10, 66) το οποίο κυριαρχεί στις δημοτικιστικές Ιστορίες του γλωσσικού ζητήματος·
ε)  τις γλωσσικές ή/και τις γλωσσολογικές ιδεολογίες (Μοσχονάς, 2005, σσ. 238-254) που ενστερνίζονται οι συγγραφείς των Ιστοριών, στο πλαίσιο των οποίων ιδιαίτερη σημασία αποκτούν:
  • η διαδεδομένη ταύτιση γλώσσας και προτύπου (standard)·
  • οι ποικίλες, συχνά αντιθετικές νοηματοδοτήσεις όρων όπως: «ύφος», «γλώσσα», «διάλεκτος», «ιδίωμα», «κοινή», «καθομιλουμένη», «απλή», «δημώδης», «δημοτική», «καθαρεύουσα» κ.ά.·
  • η επικράτηση του δυαδικού αντιληπτικού σχήματος της «διγλωσσίας», σχήματος το οποίο, μετά την αρχική χρήση του όρου από τον Ροΐδη και τον Ψυχάρη (Μackridge, 2019), επιβάλλεται σταδιακά στις δημοτικιστικές Ιστορίες και, με την τεράστια απήχηση του Ferguson (1959), υιοθετείται, σε διάφορες εκδοχές (diglossia, «κοινωνική διγλωσσία», «διπλογλωσσία», «διμορφία», «διφυΐα»), και από νεότερες εξιστορήσεις του γλωσσικού ζητήματος.
Βιβλιογραφικές αναφορές

Blommaert, J. (επιμ.) (1999). Language ideological debates. Βερολίνο: de Gruyter.

Ferguson, C. A. (1959). Diglossia. Word, 15, 325–340.

Mackridge, P. (2019). The Greek origin of the term “diglossia”. https://www.academia.edu/39637084/ The_Greek_origin_of_the_term_diglossia

Μοσχονάς, Σ. (2005). Ιδεολογία και γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης.

Φραγκουδάκη, Ά. (1977). Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι: Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο μεσοπόλεμο. Αθήνα: Κέδρος.

Ελένη Καραντζόλα1, Στέλιος Πατεράκης1, Ντενίζ Σαρρή-Χασάν1 & Ασημάκης Φλιάτουρας2
1Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ekarantzola@gmail.com, stelios.athina1821@gmail.com, ntenizsar@gmail.com, afliatou@helit.duth.gr

Αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης είναι η διερεύνηση των επιλογών τυποποίησης της δημοτικής, ως προς μια δέσμη γλωσσικών χαρακτηριστικών που βρίσκονταν σε εξέλιξη από τον 16ο-17ο αι. (Καραντζόλα κ.ά., 2021), από πλευράς των σημαντικότερων εκπροσώπων του φαναριώτικου και του ελλαδικού δημοτικισμού στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Στον ανατολικό παροικιακό χώρο, η χρήση της «φυσικής» γλώσσας από τον Δ. Καταρτζή σε σχέδια και λόγους του από το 1783 και εξής, καθώς και η κωδικοποίησή της στη «Γραμματική της κοινής» (λίγα χρόνια προτού εγκαταλείψει τη χρήση της) (Δημαράς, 1970) κατέχουν αναμφίβολα κεντρική θέση, δεν έχουν ωστόσο επαρκώς αναλυθεί. Ο όψιμος φαναριώτικος δημοτικισμός (Χριστόπουλος, Νερουλός, Μαυροκορδάτος) θα εμμείνει για ένα διάστημα στη γλωσσική προσπάθεια του Καταρτζή, ενώ στη στροφή του αιώνα σημείο αναφοράς του καθίσταται η έκδοση της Γραμματικής της αιολοδωρικής του Χριστόπουλου (Βιέννη 1805), μέχρι να αποδεχτεί κι ο ίδιος, λίγα χρόνια αργότερα τις απόψεις των Ψαλίδα και Βηλαρά. Λιγοστά μεμονωμένα κείμενα διανοουμένων από τις ηγεμονίες που έχουν διασωθεί (όπως λ.χ. ο πρόλογος στην α΄ έκδοση των Λυρικών που αποδίδεται στον Στέφανο Κανέλλο) (Μοσχονάς, 1981) αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για την τύχη των προτάσεων τυποποίησης που προαναφέρθηκαν.

Σε ό,τι αφορά τον ελλαδικό χώρο, η δημοτικιστική αντίθεση στη «μέση οδό» του Κοραή, εξελίσσεται τις παραμονές της Επανάστασης ανεξάρτητα από τις θεωρίες των επιγόνων του Καταρτζή, κι ενώ ο φαναριωτικός δημοτικισμός φθίνει. Χωρίς να αποκλείεται η λειτουργία του Χριστόπουλου ως συνδετικού κρίκου, φαίνεται να διαμορφώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα –μέσα από την αντιγραφή χειρόγραφων επιστολών ή/και τη δημόσια ανάγνωσή τους– μια συλλογική/ομαδική επιχειρηματολογία λογίων, όπως υποδεικνύει ο ελάχιστα μελετημένος κώδικας του Ι. Οικονόμου (Αντωνιάδης, 1924), που περιέχει πάνω από 300 επιστολές 100 περίπου λογίων της περιόδου 1759-1824.

Η μελέτη προχωρά επίσης στην αποτίμηση των προσπαθειών τυποποίησης της δημοτικής από τον Βηλαρά (στη Ρομεηκη γλοσα) αλλά και τον Ψαλίδα, με επίκεντρο τη συναγωγή γλωσσικών και λογοτεχνικών κειμένων τους που προγραμματιζόταν για δημοσίευση στο Άμστερνταμ το 1821 («Γραφη Ρομεου προς Ρομεον για τη γλοσα τους», σύμφωνα με τον τίτλο του Βηλαρά) (Mackridge, 2009). Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη διαμόρφωση της θέσης (και πρακτικής) τους για κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας, αναγνώριση της αναγκαιότητας της διδασκαλίας, της γραμματικής μόνο σε ξένους και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για διαμόρφωση γραπτής κοινής, με την πεποίθηση ότι η παγίωση θα έρθει από μόνη της.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αντωνιάδης, Γ. (επιμ.) (1924). Επιστολαί διαφόρων, αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου 1823: Ιουλίου 25 Λάρισσα.

Δημαράς, Κ. Θ. (1970). Δημήτριος Καταρτζής. Τα Ευρισκόμενα. Αθήνα: Ερμής.

Καραντζόλα, Ε., Παπαϊωάννου Α., & Πατεράκης, Σ. (2021). Τα όρια της πολυτυπίας της πρώιμης νέας ελληνικής (16ος-17ος) στην πορεία προτυποποίησής της: H μαρτυρία έντυπων γραμματικών και πεζών κειμένων. Γλωσσολογία / Glossologia, 29, 121143. http://glossologia.phil.uoa.gr

Mackridge, P. (2010). Language and national identity in Greece, 17661976. Oxford: Oxford University Press.

Μοσχονάς, Ε. (επιμ.) (1981). Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.ά. Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή «μέση οδό». Αθήνα: Οδυσσέας.

Πέτρος Διατσέντος
Πανεπιστήμιο Aix-Marseille
petros.DIATSENTOS@univ-amu.fr

Η τυποποίηση της νέας ελληνικής αποτελεί μέρος της διαδικασίας γραμματικοποίησης (Auroux, 1992) που ξεκινάει τον 17ο αιώνα, οδηγώντας στη σταδιακή περιχαράκωση και την προοδευτική ανάδυση της νέας ελληνικής μέσα από τη μεταβυζαντινή υπεργλώσσα (Auroux & Mazière, 2006). Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα γεγονότα σηματοδοτούν τη μακρόσυρτη διαδικασία θέσμισης (Balibar, 1985) της νέας ελληνικής. Καταρχάς, έχουμε την κατάρτιση των πρώτων γλωσσικών εργαλείων και την επεξεργασία μεταγλωσσικών εννοιών περιγραφικού και κανονιστικού χαρακτήρα. Επιπλέον, παρατηρούμε τη συνεχή επαφή της γραπτής γλώσσας, κατά τη φάση της ανάδυσής της, με άλλες γραπτές γλώσσες, αρχαίες ή σύγχρονες, μέσα σε μία συνθήκη συγγλωσσίας (Balibar, 1993).

Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι τα λεξικά του 18ου αιώνα, θεωρούμενα ως γλωσσικά εργαλεία και ως προϊόντα πολιτικών και ιδεολογικών ζυμώσεων τα οποία απαντούν σε συγκεκριμένες ανάγκες και αιτήματα που αναδύονται μέσα στην ιστορική συγκυρία. Η ανακοίνωση επιχειρεί να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίον ορισμένα γεγονότα ή φαινόμενα του 18ου αιώνα συνδέονται με την λεξικογραφική δραστηριότητα και εμμέσως με την έναρξη λεξικολογικής τυποποίησης της νέας ελληνικής.

Καταρχάς παρουσιάζεται η μορφολογία των λεξικών της περιόδου (ποσοτικά στοιχεία για τα μονόγλωσσα, δίγλωσσα, τρίγλωσσα λεξικά, σχέση ανάμεσα σε ομόγλωσσα κι ετερόγλωσσα λεξικά, γλώσσες πηγές/στόχοι). Στη συνέχεια, εκτίθενται οι κύριες καινοτομίες και εξελίξεις που διαπιστώνονται στο β' μισό του 18ου αιώνα. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μεταβολές που αφορούν την ανάδυση νέων εκδοτικών κέντρων, την αύξηση των ελλήνων λεξικογράφων απέναντι στους δυτικούς ομολόγους τους, τη μείωση της παρουσίας των αρχαίων γλωσσών (πηγή/στόχος), την παράλληλη αύξηση των ζωντανών γλωσσών (γαλλικά, ιταλικά κυρίως) ή ακόμα την εμφάνιση νέων γλωσσών. Τέλος, παρουσιάζονται συνοπτικά τέσσερα γεγονότα τα οποία συνδέονται με τις προαναφερθείσες μεταβολές και εξελίξεις: Πρόκειται για (α) τις στρατηγικές προσηλυτισμού της καθολικής Εκκλησίας στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη στάση του ορθόδοξου κλήρου, (β) τις θεολογικές αντιπαραθέσεις που αναδύονται μετά τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση δημιουργώντας ενδιαφέρον για την πρωτοχριστιανική θεολογία καθώς και τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή γραπτή γλώσσα, (γ) το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη δημιουργία ζώνης οικονομικής επιρροής στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το οποίο οδηγεί στη σταδιακή ίδρυση Σχολών διερμηνέων/μεταφραστών, και (δ) τις στρατηγικές κοινωνικής κινητικότητας εκ μέρους των μη ελληνόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας (Stoianovich, 1960), οι οποίες υλοποιούνται μέσω της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και της γλωσσικής/πολιτισμικής αφομοίωσής τους. Η ανάδυση της ελληνικής λεξικογραφίας αποτελεί άρα συνέπεια της αυξανόμενης ανάγκης μεταφράσεων και εκμάθησης μιας ζωντανής γλώσσας, για την οποία οι περιγραφικές και κανονιστικές μελέτες είναι ελάχιστες κατά τον αιώνα που προηγείται.

Βιβλιογραφία

Auroux, S. (1992). Introduction. Le processus de grammatisation et ses enjeux. Ιn S. Auroux (éd.), Histoire des idées linguistiques. Le développement de la grammaire occidentale (tome 2, pp. 14–64). Liège : Mardaga.

Auroux, S., & Mazière F. (2006). Hyperlangues, modèles de grammatisation, réduction et autonomisation des langues. Histoire Épistémologie Langage, 28(II), 7–17.

Balibar, R. (1985). L'institution du français. Essai sur le colinguisme des Carolingiens à la République. Paris : PUF.

Balibar, R. (1993). Le colinguisme. Paris : PUF.

Stoianovich T. (1960). The conquering Balcan orthodox merchand. Journal of Economic History, 20, 234–313.

Χρήστος Καρβούνης
Johannes Gutenberg-Universität Mainz
karvoun@uni-mainz.de

Η παρουσίαση στρέφεται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες:

1)  Τη σημασία που είχαν/έχουν νομικά κείμενα σε μια γλωσσική κοινότητα κατά τη διαδικασία γλωσσικής προτυποποίησης, είτε η σημασία αυτή αφορά τη δομική διεύρυνση μιας γλωσσικής ποικιλίας/γλώσσας Χ είτε τη λειτουργική διεύρυνση / το κύρος της μέσα από τη χρήση της ποικιλίας/γλώσσας Χ στο συγκεκριμένο πεδίο.

2)  Την νομική «παράδοση» των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, παράδοση εντέλει άμεσα συνυφασμένη και με τη συγγραφική δραστηριότητα του Δ. Καταρτζή.

3)  Μια πρώτη διερεύνηση / γλωσσική ανάλυση επιλεγμένων νομικών κειμένων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Συνταγμάτιον Νομικόν, 1780· Κώδιξ πολιτικός του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, 1816-1817) και την εξαγωγή πρώτων συμπερασμάτων α) για τον γλωσσικό τους τύπο, β) για τη σχέση της γλωσσικής αυτής παράδοσης με προγενέστερα, σύγχρονα και μεταγενέστερα νομικά κείμενα της ελληνόφωνης κοινότητας.

Βιβλιογραφία

Deutsch, A. (επιμ.) (2013). Historische Rechtssprache des Deutschen. Heidelberg: Universitätsverlag Winter.

Görgen, A. (2002). Rechtssprache in der Frühen Neuzeit. Eine vergleichende Untersuchung der Fremdwortverwendung in den Gesetzen des 16. und 17. Jahrhunderts. Frankfurt am Main: Peter Lang.

Ζέπος, Π. Ι. (1936). Συνταγμάτιον νομικόν Αλεξάνδρου Ιωάννου Υψηλάντη Βοεβόδα. Ηγεμόνος πάσης Ουγγροβλαχίας, 1780: Εκδιδόμενον μετ’ εισαγωγής και ιστορικής ανασκοπήσεων των εν αυτώ θεσμών. Αθήνα: Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών.

Καρβούνης, Χ. (2023). Κοινωνική διγλωσσία και γλωσσική ιδεολογία. Συμβολή στην ιστορία της κοινής νεοελληνικής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κοτρώνης, Σ. (2021). «Η γερμανική νομική επίδραση στο ελληνικό αστικό δίκαιο κατά την εποχή της βασιλείας του Όθωνα: Υποδοχή και μετεξέλιξη». Στο Α. Α. Κύρτσης & Μ. Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων. https://comdeg.eu/el/compendium/essay/102419/

Κώδιξ πολιτικός του πριγκιπάτου της Μολδαβίας (1816-1817). Ιάσιο: Εν τω νεουργηθέντι Ελληνικώ Τυπογραφείω. Ένδον του Ιερού Μοναστηρίου των τριών Ιεραρχών.

Mackridge, P. (2009). Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976. Αθήνα: Πατάκης,

Πιτσάκης, Κ. Γ. (2003). Το Δίκαιο. Βυζαντινή παράδοση και εκκλησιαστική ανανέωση. Στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (τ. 2, σσ. 267–282). Αθήνα.

Ρέα Δελβερούδη
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
rdel@frl.uoa.gr

Οι γραμματικές και τα εγχειρίδια της νέας ελληνικής γνωρίζουν μεγάλη άνθηση στις αρχές του 19ου αιώνα, με εκδόσεις που κυρίως απευθύνονται σε ξένους που επισκέπτονται για ποικίλους λόγους την Ελλάδα, αφενός, και, αφετέρου, σε ευρωπαίους φιλολόγους. Ειδικά οι γραμματικές που απευθύνονται σε φιλολόγους στόχο έχουν να αναβαθμίσουν τη στάση των λογίων απέναντι στη νέα ελληνική και να τους πείσουν για τη συγγένειά της με την αρχαία γλώσσα και για τα οφέλη που μπορεί να τους προσφέρει η εκμάθησή της (π.χ. David, 1820· David, 1821). Σε γενικές γραμμές, οι πρώιμες αυτές προσπάθειες τυποποίησης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στους ξένους, είτε αυτοί είναι συγγραφείς είτε αναγνωστικό κοινό.

Τα βιβλία αυτά διαφοροποιούνται ως προς τον βαθμό πρωτοτυπίας τους, καθώς κάποια είναι μεταφράσεις παλαιότερων εκδόσεων (π.χ. Robertson, 1818), ενώ άλλα αποτελούν πρωτότυπες συμβολές. Διαφέρουν επίσης ως προς το γλωσσικό πρότυπο που προτείνουν. Ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές των συγγραφέων, λειτουργώντας ως «οδηγοί τυποποίησης»; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοιοι παράγοντες είναι το κοινό-στόχος, η άποψη του συγγραφέα για το τι (πρέπει να) είναι μία γραμματική και η άποψή του για τον βαθμό αυτονομίας (Chambers & Trudgill, 2011) της νέας σε σχέση με την αρχαία γλώσσα. Ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκονται αυτοί οι παράγοντες θα αποτελέσει το αντικείμενο της ανακοίνωσής μας.

Η κυρίαρχη άποψη στη Δύση (Auroux, 1983· Swiggers, 2001) ότι μία γραμματική πρέπει να προτείνει μία ιδεώδη και «τελειοποιημένη» μορφή γλώσσας, συνδυάστηκε με διαφορετικές απόψεις για τον βαθμό αυτονομίας της νέας ελληνικής, οδηγώντας σε δύο διαφορετικά «κανάλια τυποποίησης», ένα αναδρομικό (με μικρό βαθμό αυτονομίας), που σχετίζεται με ένα αρχαϊστικό πρότυπο, και ένα προδρομικό (με μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας), που προβάλλει ένα πρότυπο − στόχο για το μέλλον. Ωστόσο, κάποιες φορές παρατηρούνται εκπλήξεις. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος Νέγρης, που θεωρεί ότι «η καθομιλουμένη είναι μέρος ενός όλου, της Ελληνικής Γλώσσης» (Νegris, 1828, ε΄), σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, προτείνει για το όνομα ένα κλιτικό υπόδειγμα με τέσσερις πτώσεις, ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική (Negris, 1828, κγ΄), αφαιρώντας, δηλαδή, τη δοτική, την οποία συμπεριλαμβάνουν άλλες γραμματικές της εποχής (π.χ. Schinas, 1829) που υιοθετούν ένα αναδρομικό πρότυπο. Ίσως στην περίπτωση αυτή, το κοινό-στόχος, δηλ. οι αμερικανοί φιλέλληνες, ξένοι και αμέτοχοι στις γλωσσικές διαμάχες των Ελλήνων, να υπήρξε ο παράγοντας με την καθοριστική σημασία για την επιλογή του καναλιού τυποποίησης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Auroux, S., (1983). General grammar and universal grammar in Enlightenment France. General Linguistics, 23(1), 1–18.

Chambers, J. K., & Trudgill, P. (2011). Διαλεκτολογία. Αθήνα: Πατάκης.

David, J. (1820). Συνοπτικός παραλληλισμός της Ελληνικής και Γραικικής ή Απλοελληνικής γλώσσης. Παρίσι: Εβεράρτος.

David, J. (1821). Méthode pour étudier la langue grecque moderne. Paris: Lequien.

Νegris, A. (1828). A grammar of the Modern Greek language; with an appendix containing original specimens of prose and verse. Boston: Milliard, Gray, Little and Wilkins.

Robertson, H. (1818). A concise Grammar of the Modern Greek Language London: A. J. Valpy, Tooke’s Court.

Schinas, M. (1829). Grammaire élémentaire du grec moderne, divisée en deux parties, a l'usage des commençans. Paris: Librairie classique de L. Hachette.

Swiggers, P. (2001). Grammar. In M. Delon (Ed.), Encyclopedia of the Enlightenment (pp. 617-621). London, New York: Routldedge.

Βασιλική Μακρή
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
vasmakri88@gmail.com

Η χρήση της δημοτικής ποιητικής γλώσσας από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου έως το τέλος του 19ου αι. στη λογοτεχνική παραγωγή της «Επτανησιακής Σχολής», δηλαδή του γενάρχη Σολωμού και των κληρονόμων του (Βαλαωρίτη, Λασκαράτου, Μαρκορά, Πολυλά, Τερτσέτη, Τυπάλδου) έχει βρεθεί στο επίκεντρο της έρευνας. Ελάχιστα, ωστόσο, έχει μελετηθεί η μάλλον μικρή παραγωγή πεζογραφικών κειμένων και φιλολογικών και κριτικών δοκιμίων τους υπό το πρίσμα των γλωσσικών επιλογών κωδικοποίησης της νέας ελληνικής.

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη κοινών/ομοειδών ή αποκλινουσών γλωσσικών επιλογών κωδικοποίησης στο πλαίσιο τυποποίησης/τυποποιήσεων στα Επτάνησα- ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, με έντονη διατοπική ποικιλότητα. Ειδικότερα, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα το φαινόμενο της διγλωσσίας ήταν κατά βάση ενδογλωσσικό, με την καθαρεύουσα να συναγωνίζεται τη δημοτική, στα Ιόνια νησιά παρατηρούνταν και διαγλωσσική διγλωσσία, καθώς λόγω της Ενετοκρατίας στα νησιά του Ιονίου για περισσότερους από τέσσερις αιώνες (1386-1797), η Ιταλική και η Βενετσιάνικη συνυπήρχαν επί μακρόν με την ελληνική. Μάλιστα, η Ιταλική ήταν η υψηλή γλωσσική ποικιλία με ευρεία χρήση στη διοίκηση και την εκπαίδευση (Fanciullo, 2008), παραμένοντας ως η επίσημη γλώσσα των Επτανήσων έως το 1852 (Mackridge, 2014) και η Βενετσιάνικη ήταν τη lingua franca της Μεσογείου που χρησιμοποιούνταν από την ανώτερη κοινωνική τάξη στις πόλεις των Ιονίων νήσων (Miller, 1908). Παράλληλα, η ελληνική και πιο συγκεκριμένα οι τοπικές ποικιλίες στα Επτάνησα ήταν γεμάτες ιταλισμούς και βενετσιάνικα στοιχεία λόγω της ιταλορομανικής επιρροής. Κατά συνέπεια, η ιταλοελληνική έκφραση και η διγλωσσία πολλών εκπροσώπων της επτανησιακής παράδοσης αφενός, και η περισσότερο ή λιγότερο συστηματική χρήση τοπικών γλωσσικών στοιχείων (όπως, λ.χ. της κεφαλληνιακής, σε ορισμένα από τα πεζά του Ανδρέα Λασκαράτου) αφετέρου, αποτελούν κομβικά σημεία για την επιχειρούμενη διερεύνηση, σε μια περίοδο που η νεοελληνική γλώσσα δεν ήταν (προ)τυποποιημένη.

Η συγκριτική γλωσσολογική εξέταση των διαφορετικών προσπαθειών τυποποίησης της δημοτικής σε πρωτογενή πεζά κείμενα εκπροσώπων της Επτανησιακής Σχολής (α) θα αναδείξει το υφολογικό φάσμα χρήσεων της δημοτικής και ειδικά σε κείμενα τοποθέτησης υπέρ της δημοτικής (όπως, λ.χ. ο «Διάλογος» του Σολωμού) και (β) θα  προσδιορίσει τον βαθμό συστηματοποίησης συγκεκριμένων γλωσσικών επιλογών κωδικοποίησης. Η έρευνα φιλοδοξεί να καταδείξει εάν η πρώιμη τυποποίηση της νέας ελληνικής στο πλαίσιο της επτανησιακής παράδοσης μπορεί να οδηγήσει στην ανίχνευση ενός διακριτού κέντρου τυποποίησης, αυτό των Ιονίων Νήσων, και του ρόλου της διατοπικής ποικιλίας σε αυτό.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Fanciullo, F. (2008). Gli italianismi del neogreco. L’ Italia Dialettale, 69, 1–41.

Mackridge, P. (2014). Venise après Venise: Οfficial languages in the Ionian Islands, 1797–1864. Byzantine and Modern Greek Studies, 38(1, 68–90).

Moschonas, S. (2019). From language standards to a Standard Language. The case of Modern Greek. Diacronia, 10, A142.1–44.

Miller, W. (1908). The Latins in the Levant: A history of Frankish Greece (12041566). London: Dutton.

Τικτοπούλου, Κ. (2014). Ο κριτικός λόγος του Σολωμού. Στο Ν. Δεληγιανάκη (επιμ.), Νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική από τον διαφωτισμό έως σήμερα. Πρακτικά ΙΓ' διεθνούς επιστημονικής συνάντησης: Μνήμη  Παν. Μουλλά (σσ. 189–201). Αθήνα: Σοκόλη-Κουλεδάκης.

Κωνσταντίνος Σαμπάνης
Πανεπιστήμιο Βιέννης
konstantinos.sampanis@univie.ac.at

Ήδη από τις πρώιμες φάσεις του γλωσσικού ζητήματος η εκδοτική δραστηριότητα των Κωνσταντινουπολιτών καθόρισε την εξέλιξη της διαλεκτικής για το μέλλον της γραπτής ελληνικής. Αφενός οι μισμαγιές (βλ. Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister et al., 2013) ή η ποίηση του Χριστόπουλου (2001 [= 1811]) αποτέλεσαν ένα πρώτο γραπτό δείγμα «φαναριώτικης» λογοτεχνικής Κοινής (πρβλ. Μackridge, 2022), αφετέρου τόσο η «ρωμαίκια» του Καταρτζή (1783) όσο και η εκκλησιαστική του Κοδρικά αποτελούν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις που συγκλίνουν στον κεντρικό ρόλο που θα πρέπει να παίξει η Πόλη στον σχηματισμό μιας γραπτής Κοινής. Δεκαετίες αργότερα ο Ψυχάρης θα ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη ως καλεσμένος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και από την εμπειρία του αυτή θα προκύψει το εμβληματικότερο έργο του (Ψυχάρης, 1888). Σταδιακά η Αθήνα θα αποτελεί μεν όλο και περισσότερο το πρωταρχικό πεδίο γλωσσικής αντιπαράθεσης, ωστόσο η σχετική συζήτηση θα παραμείνει έντονη στον Πολίτικο τύπο (Τσέβικ-Μπαϊβερτιάν, 2008· Φεγγαράς, 2002).

Παρόλο που, όπως συμπεραίνεται από τα παραπάνω, η Κωνσταντινούπολη έπαιξε έμμεσα ή άμεσα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος (αλλά και στην προτυποποίηση της νεοελληνικής) απουσιάζει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ρόλου αυτού. Βάσει αυτών των παρατηρήσεων η παρούσα ανακοίνωση έχει τριπλή στόχευση:

α.  να συνοψίσει με τρόπο αντιπαραβολικό τις διάφορες επιχειρηματολογίες περί γλωσσικού ζητήματος που συσχετίζονται με την Κων/πολη,

β.  να συσχετίσει τις Πολίτικες γλωσσικές πρακτικές των προηγούμενων δύο αιώνων με τη νεοελληνική Κοινή λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατες αναλύσεις (π.χ. Παντελίδης, 2007),

γ.   να φωτίσει περαιτέρω βάσει αρχειακής έρευνας αυτές τις πρακτικές.

Αναφορές (επιλογή)

Mackridge, P. (2022). Was there a Phanariot literary Koine in the eighteenth century? [Unp. note]. https://tinyurl.com/3x8fvrh5

Παντελίδης, Ν. (2007). Κοινή Δημοτική: Παρατηρήσεις στη διαδικασία διαμόρφωσής της. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 27, 337–347.

Τσέβικ-Μπαϊβερτιάν, K. (2008). To zήτημα της γλώσσας στην Κωνσταντινούπολη: Λόγος και αντίλογος στην εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος»: (18981908) [Αδημοσίευτη διατριβή]. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Φεγγαράς, Χρ. (2002). Το γλωσσικό ζήτημα κ΄ οι γαζετατζήδες της Πόλης. Εισαγωγή: Βαγγέλης Κεχριώτης. Επιλεγόμενα: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου. Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/Ε.Ι.Ε.

Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ί., Καρανάσιος, Χ., Kappler, M., & Χοτζάκογλου Χ. Γ. (εκδ.) (2013). Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αθήνα: Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού.

Χριστόπουλος, Α. (2001). Ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Ανδρειωμένος. Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.

Ψυχάρης, Γ. (1988). Το Ταξίδι μου. Αθήνα: Τυπογραφείο Σ. Κ. Βλαστού.

Θανάσης Γιάνναρης & Ευάγγελος Ιντζίδης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
agiannar@phil.uoa.gr, intzidev@phil.uoa.gr

Η διερεύνηση του ελληνικού γλωσσικού διχασμού έχει αναδείξει ένα ευρύ φάσμα των εκφάνσεων που έλαβε η επεξεργασία από τις ελληνικές ελίτ των σχετικών με τη γλώσσα ιδεολογιών της νεοτερικότητας (Mackridge 2010· Σταυρίδη-Πατρικίου, 1999, κ.ά.). Αντίθετα, πιο περιορισμένης αντιμετώπισης έχουν τύχει οι απόψεις δυτικοευρωπαίων για την ελληνική διαμάχη, ενώ έχει υποστηριχθεί στη βιβλιογραφία πως η εμπλοκή τους καθυστέρησε αρκετά και σχετίζεται άμεσα με την έκδοση του Ταξιδιού μου το 1888 από τον Γιάννη Ψυχάρη (Μωυσιάδης, 2011).

Στόχος της ανακοίνωσης είναι να διερευνηθούν οι αντανακλάσεις της ελληνικής γλωσσικής διαμάχης στις νεοελληνικές έδρες του εξωτερικού κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, θα εξεταστούν οι απόψεις, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους δυτικοευρωπαίοι ή και Έλληνες (όπως π.χ. ο Αντώνιος Γιάνναρης στο Saint Andrews της Σκωτίας) γλωσσολόγοι και φιλόλογοι ενεπλάκησαν στο Γλωσσικό Ζήτημα. Η επιλογή των περιπτώσεων έγινε με κριτήριο την κατοχή ακαδημαϊκών θέσεων σε πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας και τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση σπουδών με εστίαση στις μετακλασικές φάσεις της Ελληνικής γλώσσας. Ιδιαίτερα οι αντανακλάσεις αυτές διερευνώνται και υπό το πρίσμα της σχέσης κέντρου – περιφέρειας τόσο ως προς τη θέση της κλασικής αρχαιότητας στις διαδικασίες συγκρότησης των προσδιοριστικών χαρακτηριστικών του έθνους κράτους στη Δ. Ευρώπη (κέντρο) και στην Ελλάδα (περιφέρεια) όσο και ως προς τη σχέση των ομιλούμενων γλωσσών αλλά και των ομιλητών τους με τη συγκρότηση των εθνών – κρατών. Έτσι, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη διερεύνηση του νομιμοποιητικού ή/και απονομιμοποιητικού λόγου (discourse) που παράγεται είτε μέσω της έμφασης σε μια καταγωγική σχέση, πολιτισμική αλλά και γλωσσική, είτε μέσω της έμφασης στην πολιτική συμμετοχή στην οργάνωση των θεσμών στα έθνη-κράτη του ευρωπαϊκού 19ου αι. (Balibar & Wallerstein, 1991) Εντέλει, αναδεικνύεται το ζήτημα αν και κατά πόσο η διγλωσσία αποτελεί μια διάσταση της διαμάχης στο εσωτερικό των εθνών – κρατών για το ποιοι είναι οι κληρονόμοι των νεοσύστατων θεσμών τους αλλά και στο γεωπολιτικό χώρο ποια έθνη-κράτη νομιμοποιούνται να εντάσσουν άλλα νεοσύστατα έθνη στις περιφέρειες επιρροής τους.

Βιβλιογραφία

Balibar, E., & Wallerstein, I. (2011). Race, nation, class: Ambiguous identities. Λονδίνο: Verso.

Μωυσιάδης, Θ. (2011). Το Γλωσσικό Ζήτημα από την οπτική γωνία των ξένων γλωσσολόγων. Στο Γ. Μπαμπινιώτης (επιμ.), Το Γλωσσικό Ζήτημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

Mackridge, P. (2010). Language and national identity in Greece, 1766-1976. Oxford: Oxford University Press.

Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. Αθήνα: Ολκός.

Σοφία Βασιλάκη
INaLCO
phie.vassilaki@inalco.fr

Στην ανακοίνωση αυτή παρουσιάζεται μια προκαταρκτική έρευνα, βασισμένη σε υλικό από τους φακέλους με τα μαθήματα του Ψυχάρη στις ανώτατες σχολές όπου εδίδαξε στη Γαλλία, τεκμήρια που διασώζονται στο αρχείο του, στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη (για λεπτομερή περιγραφή του Αρχείου Ψ, βλ. Βλασσοπούλου, 2021). Η έρευνα βασίζεται επίσης σε πληροφορίες, αποτιμήσεις και αναμνήσεις συνεργατών και ιδιαίτερα Γάλλων μαθητών του στην École des langues orientales (βλ. Vassilaki, 2021). Στόχος της έρευνας είναι να συμβάλει στην τεκμηρίωση της επιστημονικής δράσης και διδασκαλίας του Ψυχάρη στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών (και Πολιτισμών), σημερινή INaLCO, και να συζητήσει τις απόψεις του για την καταγωγή, την ιστορική εξέλιξη της νέας ελληνικής και τον ρόλο της γραμματικής της, ιδιαίτερα αυτές που θα μπορούσαν να έχουν ενδιαφέρον για τo ζήτημα της τυποποίησης της γλώσσας, έτσι όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα. Παράλληλα με τους δύο αυτούς στόχους, η έρευνα επιδιώκει να εντοπίσει συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στις απόψεις του Ψυχάρη για τη θέση της ελληνικής μέσα στις γλώσσες του κόσμου (du vaste monde), κι όχι μόνο της Ευρώπης εφόσον στην εποχή της πνευματικής του ακμής ισχύει ακόμα επιστημολογικά η έννοια του (γαλλικού) οριενταλισμού που ανασχηματίστηκε από τον συγκριτισμό (comparatisme, βλ. Bergounioux, 2001· Ταμπάκη, 2008), βασικό εργαλείο στη σκέψη και στη μέθοδο του Ψυχάρη. Στο γνωστό εναρκτήριο μάθημά του (1904) απευθυνόμενος στους φοιτητές της Σχολής, γράφει:

«Το όνομα, το πνεύμα της Σχολής, δίνουν το ερέθισμα για γόνιμη εργασία. Μια βαθιά πνοή ζωής την εμψύχωσε από την κούνια της [τη Σχολή] – και μας υψώνει ακόμα, μας μεταφέρει προς τον απέραντο κόσμο – πρώτα, στο ανατολικό κατώφλι, μας περιμένει η Ελλάδα, η ακριβή μου Ελλάδα, που έμελλε να παίξει εκπολιτιστικό ρόλο στη Μεσόγειο – έπειτα η Ανατολή και η Άπω Ανατολή, στην οποία σας μυεί η Σχολή, θα διευρύνει τη σκέψη σας, από την ίδια την απεραντοσύνη των οριζόντων.»

Στους νέους και απέραντους αυτούς ορίζοντες βρίσκονται και τα νέα ελληνικά, ομιλούμενη, ζωντανή γλώσσα που τον μέλλον της δεν καθορίζεται από το παρελθόν της αλλά από το άνοιγμά της σ’ αυτόν τον νέο κόσμο που θα την απαλλάξει από τα «ζητήματα» και τις διαμάχες, όπως θα ονειρευόταν ο Ψυχάρης.

Βιβλιογραφία

Bergounioux, G. (2001). L'orientalisme et la linguistique. Entre géographie, littérature et histoire. Histoire Épistémologie Langage, 23(2), 39–57.

Βλασσοπούλου, Μ. (2021). Ελληνογαλλικά αποτυπώματα στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων: Ο Ψυχάρης, Ρωμιός και Γάλλος, στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη. Στο M. Girard & C. Béchu (επιμ.), La France et la Grèce au XXe siècle, des archives à l'Histoire. École française d’Athènes.

Labrousse, P. (éd.) (1995). Deux siècles d’histoire de l’École des langues orientales. Paris : Hervas.

Lucken, M., & Postel-Vinay, K. (2020). Déplacer les disciplines : le nouveau rôle des aires. EspacesTemps.net. https://www.espacestemps.net/articles/deplacer-les-disciplines-le-nouveau-role-des-aires/?output=pdf

Psichari, J. (1904). Les études de grec moderne en France au dix-neuvième siècle. Leçon d’ouverture du cours de Grec moderne à l’École spéciale des Langues orientales vivantes, le samedi 20 février 1904.

Renan, E. (1879). « Avant-propos ». Στο J. Mohl, Vingt-sept ans d'histoire des études orientales (V-VII). Paris : Reinwald.

Tαμπάκη, Α. (2008). Ο «συγκριτισμός». Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης. https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7755/2/N03.009.09.pdf

Vassilaki, S. (2021). André Mirambel à travers ses archives : à propos de l’enseignement du grec moderne à l’INaLCO. Στο M. Girard & C. Béchu (επιμ.), La France et la Grèce au XXe siècle, des archives à l'Histoire (σσ. 261-274). École française d’Athènes.

Μαρία Βλασσοπούλου1 & Μαρία Καμηλάκη2
1Βιβλιοθήκη της Βουλής, 2Πανεπιστήμιο Αιγαίου & Βουλή των Ελλήνων
m.vlassopoulou@parliament.gr, m.kamilaki@parliament.gr

Η κυκλοφορία του έργου του Γ. Ψυχάρη Το ταξίδι μου (1888) αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, καθώς ήταν το μακροσκελέστερο, έως τότε, και εξολοκλήρου γραμμένο στη δημοτική πεζογράφημα, ένα μανιφέστο που αναγόρευσε τον δημιουργό του σε μια από τις πιο επιδραστικές, αλλά και αμφιλεγόμενες πνευματικές μορφές της εποχής του, με ένθερμους υποστηρικτές αλλά και φανατικούς πολέμιους.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διερευνήσει τις αναπαραστάσεις του Ψυχάρη και του Ψυχαρισμού κατά την πρώτη, «πολεμική» δεκαπενταετία του 20ού αιώνα, κατά την οποία γεγονότα όπως τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά προσδίδουν στο ζήτημα της γλώσσας διαστάσεις εμφύλιας διαμάχης και το συνδέουν με ανταγωνιστικές θεωρήσεις περί εθνικής ταυτότητας, ενώ παράλληλα επισυμβαίνουν νομοθετικές παρεμβάσεις καθοριστικές για τη μετέπειτα εξέλιξή του, όπως η συνταγματική κατοχύρωση της καθαρεύουσας το 1911 από το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Η έρευνά μας θα επικεντρωθεί σε δύο διαφορετικά, πλην συνομιλούντα πεδία του δημόσιου λόγου: 1) στον κοινοβουλευτικό λόγο, στον οποίο, με επίκεντρο κυρίως την εκπαιδευτική πολιτική και τις γλωσσοδιδακτικές μεταρρυθμίσεις, αποτυπώνονται με ιδιαίτερη οξύτητα οι πνευματικές και ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις για τη γλώσσα και τη σχέση των δύο ποικιλιών, καθαρεύουσας και δημοτικής, με την εθνική και τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων, 2) στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, συμπεριλαμβανομένων των φιλολογικών περιοδικών, όπου διακινούνται συστηματικά γλωσσολογικές θέσεις, λογοτεχνικές συζητήσεις και δημοσιεύσεις έργων και αρθρώνονται απόψεις συνδεόμενες με τη διεκδίκηση των ιδεολογικών προταγμάτων της εποχής. Ειδικότερα, θα επιχειρηθεί η συγκριτική χαρτογράφηση των δύο ειδών λόγου, με έμφαση στην τυπολογία των αναπαραστάσεων του Ψυχάρη, τη θετική ή αρνητική τους προσωδία, καθώς και τη σύνδεσή τους με εξωγλωσσικές/ιδεολογικές αντιλήψεις, ευρισκόμενες σε ευρεία κοινωνική κυκλοφορία στις αρχές του 20ού αι.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Benwell, Β., & Stokoe, E. (2006). Discourse and Identity. Edinburgh, UK: Edinburgh University Press.

Carabott, Ph. (1993). «Politics, orthodoxy and the language question in Greece. The Gospel Riots of November 1901». Journal of Mediterranean Studies, 3(1), 117–138.

Καϊάφα, Ο. (επιμ.) (2005). Ευαγγελικά (1901) – Ορεστειακά (1903): Νεωτερικές πιέσεις και κοινωνικές αντιστάσεις. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη).

Καραντζόλα, Ε. (2016). Γλωσσικές πολιτικές στις χώρες της Μεσογείου. Αθήνα: Επίκεντρο.

Μοσχονάς, Σ. (2005). Ιδεολογία και Γλώσσα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Mackridge, P. (2009). Language and National Identity in Greece, 17661976. Oxford: Oxford University Press.

Psichari, J. (1902). «The Gospel riots in Greece». Στο The Language Question in Greece. Calcutta: The Baptist Mission Press.

Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. Αθήνα: Ολκός.

Τριανταφυλλίδης, Μ. (1963). Άπαντα: Γλωσσικό Ζήτημα και γλωσσοεκπαιδευτικά Β’ (τόμ. 5ος). Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Wodak, R. (2015). Critical discourse analysis, discourse-historical approach. Στο K. Tracy, C. Ilie, & T. Sandel (επιμ.), The international encyclopedia of language and social interaction. John Wiley & Sons, Inc. https://doi.org/10.1002/9781118611463/wbielsi116